audio
Αγγλικά (en)
Επίθετο
audio (en)
- ακουστικός, ηχητικός
- ↪ audio data - ηχητικά / ακουστικά δεδομένα, audio sample - ακουστικό δείγμα, audio signal - ακουστικό σήμα
- ↪ audio recordings - ηχογραφήματα
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- audio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ew-is-d-, (ρίζα *h₂ew- βλέπω, αντιλαμβάνομαι). Συγγενές με την αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈau.di.oː/
Κλίση
Δ' συζυγία (audio, audivi, auditum, audire)
|
Πηγές
- audio - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.