κρεόπωλις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
ως μονογενές, μονοκατάληκτο επίθετο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρεόπωλις αἱ κρεοπώλιδες
      γενική τῆς κρεοπώλιδος τῶν κρεοπωλίδων
      δοτική τῇ κρεοπώλιδ ταῖς κρεοπώλισ(ν)
    αιτιατική τὴν κρεόπωλιν τὰς κρεοπώλιδᾰς
     κλητική ! κρεόπωλι κρεοπώλιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρεοπώλιδε
γεν-δοτ τοῖν  κρεοπωλίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρεόπωλις < άλλο θηλυκό του επιθέτου κρεοπωλ(ικός) + -ις. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική κρεό- + -πωλις

Ουσιαστικό

κρεόπωλις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή) ως θηλυκό επίθετο στον Ησύχιο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.