κρεοπωλεῖον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κρεοπωλεῖον < κρεο- + -πωλεῖον, (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κρεοπωλεῖον

Ουσιαστικό

κρεοπωλεῖον ουδέτερο

  • το κρεοπωλείο
      (γραφή στην έκδοση: κρεωπωλεῖον) Πατριαρχικά Έγγραφα, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 3,
    1634 [] τὸ κρεωπωλεῖον αὐτοῦ τὸ πλησίον τοῦ Κάστρου παρὰ τὴν γέφυραν
    άλλες μορφές: κρεοπώλιον

Συγγενικά

  • κρεόπουλος, κρεοπῶλος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κρεοπωλεῖον τὰ κρεοπωλεῖ
      γενική τοῦ κρεοπωλείου τῶν κρεοπωλείων
      δοτική τῷ κρεοπωλεί τοῖς κρεοπωλείοις
    αιτιατική τὸ κρεοπωλεῖον τὰ κρεοπωλεῖ
     κλητική ! κρεοπωλεῖον κρεοπωλεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρεοπωλείω
γεν-δοτ τοῖν  κρεοπωλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρεοπωλεῖον < κρεο- + -πωλεῖον

Ουσιαστικό

κρεοπωλεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

  1. κρεοπώλης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.