κρεοπωλεῖον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κρεοπωλεῖον < κρεο- + -πωλεῖον, (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κρεοπωλεῖον
Συγγενικά
- κρεόπουλος, κρεοπῶλος
Πηγές
- κρεοπωλεῖον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κρεοπωλεῖον σελ.4123 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κρεοπωλεῖον | τὰ | κρεοπωλεῖᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | κρεοπωλείου | τῶν | κρεοπωλείων | ||||
| δοτική | τῷ | κρεοπωλείῳ | τοῖς | κρεοπωλείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | κρεοπωλεῖον | τὰ | κρεοπωλεῖᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | κρεοπωλεῖον | κρεοπωλεῖᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρεοπωλείω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κρεοπωλείοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κρεοπωλεῖον < κρεο- + -πωλεῖον
Ουσιαστικό
κρεοπωλεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (σε λεξικό) συνώνυμο του κρεοπώλιον, σε γλώσσα του Ησύχιου: το κρεοπωλείο
Αναφορές
- κρεοπώλης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.