κρεμέζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρεμέζι | τα | κρεμέζια |
| γενική | του | κρεμεζιού | των | κρεμεζιών |
| αιτιατική | το | κρεμέζι | τα | κρεμέζια |
| κλητική | κρεμέζι | κρεμέζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρεμέζι < (άμεσο δάνειο) ιταλική chermes < αραβική قِرْمِز (qirmiz) [1]
Μεταφράσεις
κρεμέζι
|
|
Αναφορές
- κρεμέζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.