κρεμέζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεμέζι τα κρεμέζια
      γενική του κρεμεζιού των κρεμεζιών
    αιτιατική το κρεμέζι τα κρεμέζια
     κλητική κρεμέζι κρεμέζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρεμέζι < (άμεσο δάνειο) ιταλική chermes < αραβική قِرْمِز‎ (qirmiz) [1]

Ουσιαστικό

κρεμέζι ουδέτερο

  • κόκκινη χρωστική ουσία που παράγεται από τα αβγά του εντόμου κέρμης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.