κρεατοελιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρεατοελιά | οι | κρεατοελιές |
| γενική | της | κρεατοελιάς | των | κρεατοελιών |
| αιτιατική | την | κρεατοελιά | τις | κρεατοελιές |
| κλητική | κρεατοελιά | κρεατοελιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κρεατοελιά θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.