κρείσσων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κρείσσων τὸ κρεῖσσον
      γενική τοῦ/τῆς κρείσσονος τοῦ κρείσσονος
      δοτική τῷ/τῇ κρείσσον τῷ κρείσσον
    αιτιατική τὸν/τὴν κρείσσον - κρείσσω τὸ κρεῖσσον
     κλητική ! κρεῖσσον κρεῖσσον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κρείσσονες - κρείσσους τὰ κρείσσον - κρείσσω
      γενική τῶν κρεισσόνων τῶν κρεισσόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς κρείσσοσῐ(ν) τοῖς κρείσσοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς κρείσσονᾰς - κρείσσους τὰ κρείσσον - κρείσσω
     κλητική ! κρείσσονες - κρείσσους κρείσσον - κρείσσω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρείσσονε τὼ κρείσσονε
      γεν-δοτ τοῖν κρεισσόνοιν τοῖν κρεισσόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρείσσων < κρατύς

Επίθετο

κρείσσων

  1. συγκριτικός βαθμός του κρατύς: ισχυρότερος
  2. συγκριτικός βαθμός του ἀγαθός: καλύτερος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.