κρείσσων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κρείσσων | τὸ | κρεῖσσον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κρείσσονος | τοῦ | κρείσσονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κρείσσονῐ | τῷ | κρείσσονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κρείσσονᾰ - κρείσσω | τὸ | κρεῖσσον | ||
| κλητική ὦ! | κρεῖσσον | κρεῖσσον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κρείσσονες - κρείσσους | τὰ | κρείσσονᾰ - κρείσσω | ||
| γενική | τῶν | κρεισσόνων | τῶν | κρεισσόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κρείσσοσῐ(ν) | τοῖς | κρείσσοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κρείσσονᾰς - κρείσσους | τὰ | κρείσσονᾰ - κρείσσω | ||
| κλητική ὦ! | κρείσσονες - κρείσσους | κρείσσονᾰ - κρείσσω | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρείσσονε | τὼ | κρείσσονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κρεισσόνοιν | τοῖν | κρεισσόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρείσσων < κρατύς
Επίθετο
κρείσσων
- συγκριτικός βαθμός του κρατύς: ισχυρότερος
- συγκριτικός βαθμός του ἀγαθός: καλύτερος
Πηγές
- κρείσσων - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- κρείσσων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρείσσων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.