κάρρων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κάρρων

  • γενική πληθυντικού του κάρρο
      Ενταύθα οί Γάλλοι είς τους επικλινείς αγρούς έσκαπτον και μετέφερον διά κάρρων τό χώμα άπό τά κατώτερα σημεία τούτων (άπό τού κατάντη αύλακος) είς τά ανώτερα σημεία (Δασικά Χρονικά, τ. 16-7, σελ. 20 )

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κάρρων < συγκριτικό του αγαθός σε δωρική μορφή (σε ιωνική μορφή κρέσσων, κρείσσων) < κρατύς

Επίθετο

κάρρων αρσενικό

  • καλύτερος
      Ηρακλής κάρρων, Σέλευκε' (κάρρων δε ο ιχυρότερος παρά Δωριεύσιν) (Πατριάρχης Φώτιος Α΄, Βιβλιοθήκη )

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.