κρασοκατάνυξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρασοκατάνυξη οι κρασοκατανύξεις
      γενική της κρασοκατάνυξης* των κρασοκατανύξεων
    αιτιατική την κρασοκατάνυξη τις κρασοκατανύξεις
     κλητική κρασοκατάνυξη κρασοκατανύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρασοκατανύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρασοκατάνυξη < κρασοκατάνυξις < κρασί + κατάνυξις

Ουσιαστικό

κρασοκατάνυξη θηλυκό

  • (σκωπτικό) η πολύωρη και υπερβολική κατανάλωση κρασιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.