κρασάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρασάκι τα κρασάκια
      γενική
    αιτιατική το κρασάκι τα κρασάκια
     κλητική κρασάκι κρασάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρασάκι: κρασί + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

κρασάκι ουδέτερο

  1. το λίγο κρασί
    Ενα να πιούμε κάνα κρασάκι
  2. το αγαπημένο μου κρασί, αυτό που αγαπάω (όχι αυτό που αγαπώ περισσότερο από άλλες μάρκες κρασιού)
    Το κρασάκι είναι η παρηγοριά μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.