επικρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικρίνομαι < παθητικό του επικρίνω
Ρήμα
επικρίνομαι
- κατακρίνομαι, δέχομαι επικρίσεις, μου ασκείται κριτική
- ※ Η ταινία επικρίθηκε ως ανθελληνική, αλλά ο σκηνοθέτης δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση
Μεταφράσεις
επικρίνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.