κοψο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοψο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοψο- < κοψ- (αοριστικό θέμα του κόβω) + -ο- [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.pso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ψο-
Πρόθημα
κοψο- ή κοψ- πριν από φωνήεν
- (οικείο ή προφορικό) πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει
- (κυριολεκτικά, και για μεταφορικές σημασίες) ότι είναι κομμένο ένα μέρος σώματος που δηλώνεται στο δεύτερο συνθετικό
- (σε σύνθετα ρήματα) ότι υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση, καταπόνηση στο μέρος του σώματος που δηλώνεται στο δεύτερο συνθετικό
- κάτι κομμένο ή γενικά περικοπή, ως συνώνυμο του μισο- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- κοψοχρονιά (επίρρημα)
Σύνθετα
- κοψο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοψο- στο Βικιλεξικό
- κοψ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοψ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με κοψο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αναφορές
- κοψο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.