κουτρουβαλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
κουτρουβαλώ (παθητική φωνή: κουτρουβαλιέμαι)
- κουτρουβαλάω
Συγγενικά
- κουτρουβάλα
- κουτρουβάλημα
- κουτρουβάλιασμα
- κουτρουβαλιασμένος
- κουτρουβαλώντας
Μεταφράσεις
- Tiberius Cunia, Dictsiunar a limbãljei armãneascã, Andreu 2008, editura Cartea Aromãnã, 2010, σελ. 367, λήμμα cutãvãliri / cutãvãlire / cutãvãlit & σελ. 370, λήμμα cutuvlescu.
- Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 241, λήμμα κουτãβãλέσκου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.