κουτρουβαλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουτρουβαλώ < αρωμουνική cutãvãlit / cutãvãliri / cutãvãlire < cutuvlescu (κυλώ, γυρίζω συνεχώς[1], κατρακυλώ[2]), με παρετυμολόγηση από τη λέξη κούτρα[3] < λατινική contra + volvo

Ρήμα

κουτρουβαλώ (παθητική φωνή: κουτρουβαλιέμαι)

  • κουτρουβαλάω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Tiberius Cunia, Dictsiunar a limbãljei armãneascã, Andreu 2008, editura Cartea Aromãnã, 2010, σελ. 367, λήμμα cutãvãliri / cutãvãlire / cutãvãlit & σελ. 370, λήμμα cutuvlescu.
  2. Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 241, λήμμα κουτãβãλέσκου.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.