κουταλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουταλάκι τα κουταλάκια
      γενική
    αιτιατική το κουταλάκι τα κουταλάκια
     κλητική κουταλάκι κουταλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουταλάκι < κουτάλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

κουταλάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του κουτάλι
  2. (κουζινικά) κάθε κουτάλι μικρότερο από το κουτάλι της σούπας

Παράγωγα

  • κουταλάκι του γλυκού

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουτάλι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.