κουρτινόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουρτινόξυλο | τα | κουρτινόξυλα |
| γενική | του | κουρτινόξυλου | των | κουρτινόξυλων |
| αιτιατική | το | κουρτινόξυλο | τα | κουρτινόξυλα |
| κλητική | κουρτινόξυλο | κουρτινόξυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κουρτινόξυλο
Ουσιαστικό
κουρτινόξυλο ουδέτερο
- δοκάρι πάνω στο οποίο σέρνονται τα πιαστράκια από τα οποία κρέμεται η κουρτίνα
- ξύλο που καλύπτει το συρμό μέσα στον οποίο βρίσκονται τα πιαστράκια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.