κουρτινίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρτινίτσα οι κουρτινίτσες
      γενική της κουρτινίτσας
    αιτιατική την κουρτινίτσα τις κουρτινίτσες
     κλητική κουρτινίτσα κουρτινίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρτινίτσα < κουρτίνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

κουρτινίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.