κουρδιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουρδιστής | οι | κουρδιστές |
| γενική | του | κουρδιστή | των | κουρδιστών |
| αιτιατική | τον | κουρδιστή | τους | κουρδιστές |
| κλητική | κουρδιστή | κουρδιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουρδιστής < κουρδίζω
Ουσιαστικό
κουρδιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κουρδίζει ένα μουσικό όργανο
- πρέπει να φωνάξουμε τον κουρδιστή του πιάνου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.