κουβεντούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουβεντούλα οι κουβεντούλες
      γενική της κουβεντούλας
    αιτιατική την κουβεντούλα τις κουβεντούλες
     κλητική κουβεντούλα κουβεντούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουβεντούλα < υποκοριστικό του κουβέντα

Ουσιαστικό

κουβεντούλα θηλυκό

  1. (οικείο) συζήτηση για καθημερινά πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία
    ο δάσκαλος μάλωσε δυο μαθητές που είχαν πιάσει ψιλή κουβεντούλα και ενοχλούσαν το μάθημα
  2. (οικείο) η λέξη που λέει ένα μωρό
    άρχισε κιόλας το μωρό να λέει κουβεντούλες!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.