κουβεντούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουβεντούλα | οι | κουβεντούλες |
| γενική | της | κουβεντούλας | — | |
| αιτιατική | την | κουβεντούλα | τις | κουβεντούλες |
| κλητική | κουβεντούλα | κουβεντούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουβεντούλα < υποκοριστικό του κουβέντα
Ουσιαστικό
κουβεντούλα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.