κοσμοναύτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμοναύτισσα | οι | κοσμοναύτισσες |
| γενική | της | κοσμοναύτισσας | των | κοσμοναυτισσών |
| αιτιατική | την | κοσμοναύτισσα | τις | κοσμοναύτισσες |
| κλητική | κοσμοναύτισσα | κοσμοναύτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμοναύτισσα < κοσμοναύτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.