κοσμιώτατος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κοσμιώτατος κοσμιωτάτη τὸ κοσμιώτατον
      γενική τοῦ κοσμιωτάτου τῆς κοσμιωτάτης τοῦ κοσμιωτάτου
      δοτική τῷ κοσμιωτάτ τῇ κοσμιωτάτ τῷ κοσμιωτάτ
    αιτιατική τὸν κοσμιώτατον τὴν κοσμιωτάτην τὸ κοσμιώτατον
     κλητική ! κοσμιώτατε κοσμιωτάτη κοσμιώτατον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κοσμιώτατοι αἱ κοσμιώταται τὰ κοσμιώτατ
      γενική τῶν κοσμιωτάτων τῶν κοσμιωτάτων τῶν κοσμιωτάτων
      δοτική τοῖς κοσμιωτάτοις ταῖς κοσμιωτάταις τοῖς κοσμιωτάτοις
    αιτιατική τοὺς κοσμιωτάτους τὰς κοσμιωτάτᾱς τὰ κοσμιώτατ
     κλητική ! κοσμιώτατοι κοσμιώταται κοσμιώτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοσμιωτάτω τὼ κοσμιωτάτ τὼ κοσμιωτάτω
      γεν-δοτ τοῖν κοσμιωτάτοιν τοῖν κοσμιωτάταιν τοῖν κοσμιωτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοσμιώτατος < κόσμι(ος) + -ώτατος

Επίθετο

κοσμιώτατος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.