σαντιγί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαντιγί < γαλλική chantilly ή crème de Chantilly, από το όνομα της πόλης Chantilly

Προφορά

ΔΦΑ : /san.diˈʝi/
Ρόφημα σοκολάτας με σαντιγί

Ουσιαστικό

σαντιγί θηλυκό άκλιτο

  • γλυκιά αφράτη κρέμα από κρέμα γάλακτος και ζάχαρη που διακοσμεί διάφορα γλυκίσματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.