κορνάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κορνάρισμα | τα | κορναρίσματα |
| γενική | του | κορναρίσματος | των | κορναρισμάτων |
| αιτιατική | το | κορνάρισμα | τα | κορναρίσματα |
| κλητική | κορνάρισμα | κορναρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορνάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κορνάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του κορνάρω
- η χρησιμοποίηση της κόρνας οχήματος
- (κατ’ επέκταση) ο ήχος που ακούγεται
Μεταφράσεις
κορνάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.