κορνάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορνάρισμα τα κορναρίσματα
      γενική του κορναρίσματος των κορναρισμάτων
    αιτιατική το κορνάρισμα τα κορναρίσματα
     κλητική κορνάρισμα κορναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορνάρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κορνάρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του κορνάρω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.