κορμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορμάρα οι κορμάρες
      γενική της κορμάρας
    αιτιατική την κορμάρα τις κορμάρες
     κλητική κορμάρα κορμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορμάρα < κορμί + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

κορμάρα θηλυκό

  1. μεγεθυντικό του κορμί
  2. (οικείο) ωραίο κορμί
  3. (κατ’ επέκταση) άτομο με ωραίο κορμί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.