κορίτσαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορίτσαρος οι κορίτσαροι
      γενική του κορίτσαρου των κορίτσαρων
    αιτιατική τον κορίτσαρο τους κορίτσαρους
     κλητική κορίτσαρε κορίτσαροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορίτσαρος < μεγεθυντικό από το κορίτσι

Ουσιαστικό

κορίτσαρος αρσενικό

  1. όμορφο και γεροδεμένο κορίτσι
  2. (μεταφορικά) πρόωρα ανεπτυγμένο κορίτσι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.