κοντογούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντογούνι τα κοντογούνια
      γενική του κοντογουνιού των κοντογουνιών
    αιτιατική το κοντογούνι τα κοντογούνια
     κλητική κοντογούνι κοντογούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντογούνι < κοντός + γούνα

Ουσιαστικό

κοντογούνι ουδέτερο

  1. γυναικείο κοντό γουνοφόρο ένδυμα, σε μορφή ζακέτας
  2. "Το κοντογούνι" χορωδιακό τραγούδι που συνέθεσε ο Δημήτριος Ρόδιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.