κονσερτίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κονσερτίνα | οι | κονσερτίνες |
| γενική | της | κονσερτίνας | των | κονσερτίνων |
| αιτιατική | την | κονσερτίνα | τις | κονσερτίνες |
| κλητική | κονσερτίνα | κονσερτίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κονσερτίνα
_74%252C_and_Ensign_James_Schneider_move_concertina_wire_into_position_to_set_up_a_defensive_line.jpg.webp)
κονσερτίνα
Ετυμολογία
- κονσερτίνα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική concertina
Προφορά
- ΔΦΑ : /kon.seɾˈti.na/
Ουσιαστικό
κονσερτίνα θηλυκό
-
concertina στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κονσερτίνα
Αναφορές
- Σοφία Βούλτεψη «Στιγμές Έβρου σε έξι χώρες», από liberal.gr. Δημοσίευση 2021-07-11. Πρόσβαση 2021-07-13.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.