κονσερβοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονσερβοποιία οι κονσερβοποιίες
      γενική της κονσερβοποιίας των κονσερβοποιιών
    αιτιατική την κονσερβοποιία τις κονσερβοποιίες
     κλητική κονσερβοποιία κονσερβοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονσερβοποιία < κονσέρβ(α) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

κονσερβοποιία θηλυκό

  1. η παραγωγή των κονσερβών
  2. μονάδα παραγωγής κονσερβών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.