κομπόδεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπόδεση οι κομποδέσεις
      γενική της κομπόδεσης* των κομποδέσεων
    αιτιατική την κομπόδεση τις κομποδέσεις
     κλητική κομπόδεση κομποδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κομποδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομπόδεση < κομποδένω + -ση

Ουσιαστικό

κομπόδεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.