κομπωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπωτής οι κομπωτές
      γενική του κομπωτή των κομπωτών
    αιτιατική τον κομπωτή τους κομπωτές
     κλητική κομπωτή κομπωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομπωτής < μεσαιωνική ελληνική κομπωτής < κομπώνω < ελληνιστική κοινή κομβόω

Ουσιαστικό

κομπωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.