κομπρέσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπρέσα οι κομπρέσες
      γενική της κομπρέσας των κομπρεσών
    αιτιατική την κομπρέσα τις κομπρέσες
     κλητική κομπρέσα κομπρέσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομπρέσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κομπρέσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.