κομπολόγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κομπολόγα | οι | κομπολόγες |
| γενική | της | κομπολόγας | — | |
| αιτιατική | την | κομπολόγα | τις | κομπολόγες |
| κλητική | κομπολόγα | κομπολόγες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομπολόγα < κομπολόγ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Συνώνυμα
- κομπολογάρα
Μεταφράσεις
κομπολόγα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.