κομπάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπάστρια οι κομπάστριες
      γενική της κομπάστριας των κομπαστριών
    αιτιατική την κομπάστρια τις κομπάστριες
     κλητική κομπάστρια κομπάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομπάστρια < κομπαστής + -τρια

Ουσιαστικό

κομπάστρια[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. κομπάστρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.