κολονοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολονοσκόπηση | οι | κολονοσκοπήσεις |
| γενική | της | κολονοσκόπησης | των | κολονοσκοπήσεων |
| αιτιατική | την | κολονοσκόπηση | τις | κολονοσκοπήσεις |
| κλητική | κολονοσκόπηση | κολονοσκοπήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολονοσκόπηση < (λόγιο δάνειο) αγγλική colonoscopy • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κολονοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση του εντέρου με ειδικό ενδοσκόπιο, το κολονοσκόπιο, και μερικές φορές η ταυτόχρονη αφαίρεση πολυπόδων ή ιστών για βιοψία
- ↪ η κολονοσκόπηση καλό είναι να γίνεται με χορήγηση ήπιας αναισθησίας γιατί είναι οδυνηρό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.