κολοκυθοκορφάδες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολοκυθοκορφάδα οι κολοκυθοκορφάδες
      γενική της κολοκυθοκορφάδας των κολοκυθοκορφάδων
    αιτιατική την κολοκυθοκορφάδα τις κολοκυθοκορφάδες
     κλητική κολοκυθοκορφάδα κολοκυθοκορφάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολοκυθοκορφάδες < πληθυντικός του κολοκυθοκορφάδα

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.lo.ci.θo.koɾˈfa.ðes/

Ουσιαστικό

κολοκυθοκορφάδες θηλυκό στον πληθυντικό

κολοκυθοκορφάδες τσιγαριστές

Σημειώσεις

προσοχή! στον ενικό, αλλάζει το νόημα της λέξης!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.