κολλύρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κολλύρᾱ | αἱ | κολλῦραι |
| γενική | τῆς | κολλύρᾱς | τῶν | κολλυρῶν |
| δοτική | τῇ | κολλύρᾳ | ταῖς | κολλύραις |
| αιτιατική | τὴν | κολλύρᾱν | τὰς | κολλύρᾱς |
| κλητική ὦ! | κολλύρᾱ | κολλῦραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολλύρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κολλύραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολλύρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κολλύρα, -ας θηλυκό
- (τρόφιμο, γαστρονομία) ψωμάκι με σχήμα κυκλικό ή φραντζόλας, μικρό κουλούρι που συνοδεύει το γεύμα συχνά με περίτεχνο σχήμα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 123 (122-123)
- ἢν δ᾽ ἐγὼ εὖ πράξας ἔλθω πάλιν, ἕξετ᾽ ἐν ὥρᾳ | κολλύραν μεγάλην καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ᾽ αὐτῇ.
- Αλλ᾽ αν πετύχω και πίσω γυρίσω, θα τα ᾽χετε εντάξει, | και μια μεγάλη κουλούρα, μαζί και προσφάι μια σφαλιάρα.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἢν δ᾽ ἐγὼ εὖ πράξας ἔλθω πάλιν, ἕξετ᾽ ἐν ὥρᾳ | κολλύραν μεγάλην καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ᾽ αὐτῇ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 123 (122-123)
Συγγενικά
- κολλύριον: υποκοριστικό του κολλύρα
Πηγές
- κολλύρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολλύρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.