κοκίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοκίτης | οι | κοκίτες |
| γενική | του | κοκίτη | των | κοκιτών |
| αιτιατική | τον | κοκίτη | τους | κοκίτες |
| κλητική | κοκίτη | κοκίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκίτης < (μαρτυρείται από το 1879) κοκκύτης < αρχαία ελληνική κόκκυ [1]
-
κοκίτης στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), σ. 915, λήμμα: κοκκύτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.