κοιλιαλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλιαλγία οι κοιλιαλγίες
      γενική της κοιλιαλγίας των κοιλιαλγιών
    αιτιατική την κοιλιαλγία τις κοιλιαλγίες
     κλητική κοιλιαλγία κοιλιαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοιλιαλγία < κοιλιά + -αλγία

Ουσιαστικό

κοιλιαλγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.