κνώδακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κνώδακας | οι | κνώδακες |
| γενική | του | κνώδακα | των | κνωδάκων |
| αιτιατική | τον | κνώδακα | τους | κνώδακες |
| κλητική | κνώδακα | κνώδακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κνώδακας < αρχαία ελληνική κνώδαξ
Μεταφράσεις
κνώδακας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.