κλωσσομηχανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλωσσομηχανή | οι | κλωσσομηχανές |
| γενική | της | κλωσσομηχανής | των | κλωσσομηχανών |
| αιτιατική | την | κλωσσομηχανή | τις | κλωσσομηχανές |
| κλητική | κλωσσομηχανή | κλωσσομηχανές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κλωσσομηχανή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.