κλωσσομηχανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωσσομηχανή οι κλωσσομηχανές
      γενική της κλωσσομηχανής των κλωσσομηχανών
    αιτιατική την κλωσσομηχανή τις κλωσσομηχανές
     κλητική κλωσσομηχανή κλωσσομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλωσσομηχανή < κλωσσώ + -ο- + -μηχανή

Ουσιαστικό

κλωσσομηχανή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.