κλεψίτυπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλεψίτυπο | τα | κλεψίτυπα |
| γενική | του | κλεψίτυπου | των | κλεψίτυπων |
| αιτιατική | το | κλεψίτυπο | τα | κλεψίτυπα |
| κλητική | κλεψίτυπο | κλεψίτυπα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλεψίτυπο < κλεψίτυπος + -ο
Ουσιαστικό
κλεψίτυπο ουδέτερο
- έντυπο που ανατυπώθηκε ή αναπαράχθηκε χωρίς την άδεια του κατόχου των δικαιωμάτων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κλεψίτυπος
Μεταφράσεις
κλεψίτυπο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.