κλαρινετίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλαρινετίστρια | οι | κλαρινετίστριες |
| γενική | της | κλαρινετίστριας | των | κλαρινετιστριών |
| αιτιατική | την | κλαρινετίστρια | τις | κλαρινετίστριες |
| κλητική | κλαρινετίστρια | κλαρινετίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαρινετίστρια < κλαρινετίστας + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
κλαρινετίστρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.