κλαπαρχίδας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλαπαρχίδας | οι | κλαπαρχίδες |
| γενική | του | κλαπαρχίδα | των | κλαπαρχίδων |
| αιτιατική | τον | κλαπαρχίδα | τους | κλαπαρχίδες |
| κλητική | κλαπαρχίδα | κλαπαρχίδες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαπαρχίδας < (ηχομιμητική λέξη) κλαπ + αρχίδια
Ουσιαστικό
κλαπαρχίδας αρσενικό, κλαπαρχίδω θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) που είναι άχρηστος, ανίκανος να κάνει κάτι (κυριολεκτικά: που είναι ικανός μόνο για να παίζει με τα αρχίδια του)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κλαπαρχίδας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.