ανθοκομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανθοκομώ < (ελληνιστική κοινή) ἀνθοκομέω / ἀνθοκομῶ < ἀνθοκόμος < αρχαία ελληνική ἄνθος + -κομος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανθοκομώ | ανθοκομούσα | θα ανθοκομώ | να ανθοκομώ | ανθοκομώντας | |
| β' ενικ. | ανθοκομείς | ανθοκομούσες | θα ανθοκομείς | να ανθοκομείς | (ανθοκόμει) | |
| γ' ενικ. | ανθοκομεί | ανθοκομούσε | θα ανθοκομεί | να ανθοκομεί | ||
| α' πληθ. | ανθοκομούμε | ανθοκομούσαμε | θα ανθοκομούμε | να ανθοκομούμε | ||
| β' πληθ. | ανθοκομείτε | ανθοκομούσατε | θα ανθοκομείτε | να ανθοκομείτε | ανθοκομείτε | |
| γ' πληθ. | ανθοκομούν(ε) | ανθοκομούσαν(ε) | θα ανθοκομούν(ε) | να ανθοκομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανθοκόμησα | θα ανθοκομήσω | να ανθοκομήσω | ανθοκομήσει | ||
| β' ενικ. | ανθοκόμησες | θα ανθοκομήσεις | να ανθοκομήσεις | ανθοκόμησε | ||
| γ' ενικ. | ανθοκόμησε | θα ανθοκομήσει | να ανθοκομήσει | |||
| α' πληθ. | ανθοκομήσαμε | θα ανθοκομήσουμε | να ανθοκομήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανθοκομήσατε | θα ανθοκομήσετε | να ανθοκομήσετε | ανθοκομήστε | ||
| γ' πληθ. | ανθοκόμησαν ανθοκομήσαν(ε) |
θα ανθοκομήσουν(ε) | να ανθοκομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανθοκομήσει | είχα ανθοκομήσει | θα έχω ανθοκομήσει | να έχω ανθοκομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανθοκομήσει | είχες ανθοκομήσει | θα έχεις ανθοκομήσει | να έχεις ανθοκομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανθοκομήσει | είχε ανθοκομήσει | θα έχει ανθοκομήσει | να έχει ανθοκομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανθοκομήσει | είχαμε ανθοκομήσει | θα έχουμε ανθοκομήσει | να έχουμε ανθοκομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανθοκομήσει | είχατε ανθοκομήσει | θα έχετε ανθοκομήσει | να έχετε ανθοκομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανθοκομήσει | είχαν ανθοκομήσει | θα έχουν ανθοκομήσει | να έχουν ανθοκομήσει |
| |
Μεταφράσεις
ανθοκομώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.