γαλλιστί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαλλιστί < Γάλλ(ος) + -ιστί

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣa.liˈsti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαλλιστί

Επίρρημα

γαλλιστί

  1. (λόγιο) στα γαλλικά, στη γαλλική γλώσσα
  2. (και ειρωνικό)
    η γιαγιά της της έκανε επιπλήξεις γαλλιστί μήπως και μάθαινε γαλλικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.