κιτρολεμονίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιτρολεμονίτσα οι κιτρολεμονίτσες
      γενική της κιτρολεμονίτσας
    αιτιατική την κιτρολεμονίτσα τις κιτρολεμονίτσες
     κλητική κιτρολεμονίτσα κιτρολεμονίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιτρολεμονίτσα < κιτρολεμονιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

κιτρολεμονίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.