κιτρινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κιτρινισμός | οι | κιτρινισμοί |
| γενική | του | κιτρινισμού | των | κιτρινισμών |
| αιτιατική | τον | κιτρινισμό | τους | κιτρινισμούς |
| κλητική | κιτρινισμέ | κιτρινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιτρινισμός < κίτρινος (τύπος) + -ισμός
Ουσιαστικό
κιτρινισμός αρσενικό
- το να έχει ή να αποκτά μια εφημερίδα, περιοδικό ή άλλο ενημερωτικό μέσο σκανδαλοθηρικό χαρακτήρα, το να ανήκει στον «κίτρινο τύπο»
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κιτρινισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.