κιτρίνιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιτρίνιασμα τα κιτρινιάσματα
      γενική του κιτρινιάσματος των κιτρινιασμάτων
    αιτιατική το κιτρίνιασμα τα κιτρινιάσματα
     κλητική κιτρίνιασμα κιτρινιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιτρίνιασμα < κιτρινιάζω + -μα

Ουσιαστικό

κιτρίνιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.