κηροποιείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κηροποιείο | τα | κηροποιεία |
| γενική | του | κηροποιείου | των | κηροποιείων |
| αιτιατική | το | κηροποιείο | τα | κηροποιεία |
| κλητική | κηροποιείο | κηροποιεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κηροποιείο ουδέτερο
- μονάδα παραγωγής κεριών
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κηροποιείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.