κηπεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κηπεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηπεύω < κῆπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈpe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐πεύ‐ω
Ρήμα
κηπεύω, αόρ.: κήπευσα, παθ.φωνή: κηπεύομαι, π.αόρ.: κηπεύθηκα, μτχ.π.π.: κηπευμένος [1]
- καταπιάνομαι με την κηπουρική, περιποιούμαι τον κήπο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κηπεύω | κήπευα | θα κηπεύω | να κηπεύω | κηπεύοντας | |
| β' ενικ. | κηπεύεις | κήπευες | θα κηπεύεις | να κηπεύεις | κήπευε | |
| γ' ενικ. | κηπεύει | κήπευε | θα κηπεύει | να κηπεύει | ||
| α' πληθ. | κηπεύουμε | κηπεύαμε | θα κηπεύουμε | να κηπεύουμε | ||
| β' πληθ. | κηπεύετε | κηπεύατε | θα κηπεύετε | να κηπεύετε | κηπεύετε | |
| γ' πληθ. | κηπεύουν(ε) | κήπευαν κηπεύαν(ε) |
θα κηπεύουν(ε) | να κηπεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κήπευσα | θα κηπεύσω | να κηπεύσω | κηπεύσει | ||
| β' ενικ. | κήπευσες | θα κηπεύσεις | να κηπεύσεις | κήπευσε | ||
| γ' ενικ. | κήπευσε | θα κηπεύσει | να κηπεύσει | |||
| α' πληθ. | κηπεύσαμε | θα κηπεύσουμε | να κηπεύσουμε | |||
| β' πληθ. | κηπεύσατε | θα κηπεύσετε | να κηπεύσετε | κηπεύστε | ||
| γ' πληθ. | κήπευσαν κηπεύσαν(ε) |
θα κηπεύσουν(ε) | να κηπεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κηπεύσει | είχα κηπεύσει | θα έχω κηπεύσει | να έχω κηπεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κηπεύσει | είχες κηπεύσει | θα έχεις κηπεύσει | να έχεις κηπεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κηπεύσει | είχε κηπεύσει | θα έχει κηπεύσει | να έχει κηπεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κηπεύσει | είχαμε κηπεύσει | θα έχουμε κηπεύσει | να έχουμε κηπεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κηπεύσει | είχατε κηπεύσει | θα έχετε κηπεύσει | να έχετε κηπεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κηπεύσει | είχαν κηπεύσει | θα έχουν κηπεύσει | να έχουν κηπεύσει |
| |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
κηπεύω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
κηπεύω
Παράγωγα
- τὰ κηπευόμενα < κηπευόμενος
Πηγές
- κηπεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηπεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.