κεφαλόσκαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλόσκαλο τα κεφαλόσκαλα
      γενική του κεφαλόσκαλου των κεφαλόσκαλων
    αιτιατική το κεφαλόσκαλο τα κεφαλόσκαλα
     κλητική κεφαλόσκαλο κεφαλόσκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφαλόσκαλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κεφαλόσκαλο ουδέτερο

  • το κορυφαίο σκαλί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.