κεραμουργείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεραμουργείο | τα | κεραμουργεία |
| γενική | του | κεραμουργείου | των | κεραμουργείων |
| αιτιατική | το | κεραμουργείο | τα | κεραμουργεία |
| κλητική | κεραμουργείο | κεραμουργεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεραμουργείο < κεραμουργός + -είο
Μεταφράσεις
κεραμουργείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.